αναπαλλοτρίωτος

αναπαλλοτρίωτος
-η, -ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, -ον) [ἀπαλλοτριῶ]
αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως
νεοελλ.
αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως τού Δημοσίου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπαλλοτρίωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν απαλλοτριώθηκε: Υπάρχουν ακόμη πολλά μεγάλα κτήματα αναπαλλοτρίωτα. 2. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να απαλλοτριωθεί, να εκχωρηθεί, να πουληθεί: Οι αρχαιολογικοί θησαυροί είναι αναπαλλοτρίωτο κτήμα του έθνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλλοτρίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλοτριώθηκε ή δεν επιδέχεται αλλοτρίωση 2. ο αναπαλλοτρίωτος* 3. μτφ. αυτός που δεν μεταβάλλεται στη φύση του «αναλλοτρίωτη συνείδηση», «αναλλοτρίωτο άτομο». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλλοτριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 …   Dictionary of Greek

  • ανεκποίητος — η, ο (Α ἀνεκποίητος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”